λικμητήρ

λικμητήρ
λικμητήρ
winnower
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λικμητῆρες — λικμητήρ winnower masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητῆρος — λικμητήρ winnower masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… …   Dictionary of Greek

  • λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • λικμητηρίς — λικμητηρίς, ίδος, ἡ (Α) [λικμητήρ] λικμητήριο, λιχνιστήρι …   Dictionary of Greek

  • λικμητρίς — λικμητρίς, ίδος, ἡ (Α) [λικμητήρ] λικμός* …   Dictionary of Greek

  • νεικλητήρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λικμητήρ, Μεγαρείς». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. λικμώ] …   Dictionary of Greek

  • neik- —     neik     English meaning: to winnow grain     Deutsche Übersetzung: “Getreide schwingen”     Material: Gk. λικμάω “handhabe die Getreideschwinge”, λικμητήρ “the das corn schwingt”, λικμός, λίκνον “Getreideschwinge”, diss. from *νικμός,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”